- αξιώτικος
- -η, -οο ναξιώτικος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < Εθνικό όν. Αξιώτης < Αξιά < Ναξία < Νάξος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αξιώτικος — η, ο αυτός που ανήκει στη Νάξο: Μου έφεραν ωραίο αξιώτικο κρασί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… … Dictionary of Greek
ναξιώτικος — και αξιώτικος, η, ο [ναξιώτης] ο ναξιακός, αυτός παράγεται ή προέρχεται από τη Νάξο … Dictionary of Greek